- ἀναλαβεῖν
- ἀναλαμβάνωtake upaor inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
облечисѧ — ОБЛЕ|ЧИСѦ (ЩИСѦ) (221), КОУСѦ, ЧЕТЬСѦ гл. 1. Одеться во чтол., надеть на себя какуюл. одежду: мати ѥго начать велѣти ѥмѹ облещисѧ въ ѡдежю свѣтьлѹ на слѹжениѥ. ЖФП XII, 30в; и ѡблѣкошасѧ въ черны ризы. и идоша страньствоватъ х(с)а ради. ЧудН XII … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
COPTOS vel COPTUS — COPTOS, vel COPTUS Cana, teste Rhamnusiô, oppidum Thebaidis, commune Aegyptiorum, et Arabum emporium, vergens ad mare Rubrum, ubi cantes sunt, ex quibus eruuntur smaragdi. Cum Ptolemaide, ab Aurelio Probo Imperatore barbaris ereptum, A. C. 279.… … Hofmann J. Lexicon universale
PISTICE — in Glossis Arabico Latinis, Pistice, genus aromatis, quasi proprium nomen esset cuiusdam aromatis, ponitur: cum ἐπιθετικῶς attribui possit omnibus, quae adulterata non sunt. Πιςτικὸς enim verum germanumque notat, τὸν ἀληθῆ. Theopompus apud… … Hofmann J. Lexicon universale
αναλαμβάνω — (Α ἀναλαμβάνω Ν αναλαβαίνω) 1. παίρνω (στα χέρια μου), λαμβάνω 2. δέχομαι να φέρω σε πέρας κάποια εργασία ή υπόθεση, επωμίζομαι την ευθύνη για κάτι 3. αρχίζω να εργάζομαι ως υπάλληλος σε υπηρεσία, αποκτώ κάποιο αξίωμα 4. ανακτώ τις δυνάμεις μου,… … Dictionary of Greek
μεταμφιέζω — (ΑΜ μεταμφιέζω και μεταμφιάζω) 1. αλλάζω το ένδυμα κάποιου, ντύνω κάποιον με άλλο ένδυμα («μεταμφιέσασα τὸν μὲν Κροῑσον ἠνάγκασε τὴν οἰκέτου... σκευὴν ἀναλαβεῑν», Λουκιαν.) 2. μέσ. μτφ. μεταμορφώνομαι, αλλάζω τη μορφή μου με άλλη («ἀποδυσάμενος… … Dictionary of Greek
προεξανίστημι — και προεξανιστῶ, άω, Α 1. στήνω κάτι προηγουμένως όρθιο («τὰστήθη προεξανιστᾱν προπετῶς», Κλήμ. Αλ.) 2. (για στράτευμα) κινούμαι πρώτος εναντίον τού εχθρού 3. προλαβαίνω να σηκωθώ («εἰ μὴ προεξανέστημεν μικρόν, οὐδ ἀναλαβεῑν ἂν ἐδυνήθημεν»,… … Dictionary of Greek